- ἐνευφραίνομαι
- ἐνευφραίνομαι,A = εὐφραίνομαι ἐν . ., LXX Pr.8.31, Ph.1.232, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενευφραίνομαι — ἐνευφραίνομαι (Α) ευχαριστούμαι για κάτι … Dictionary of Greek